- μπαράγκα
- και μπαράκα, η (Μ μπαράγκα και μπαράκα)βλ. παράγκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράγκα — και μπαράγκα και μπαράκα, η πρόχειρο, μικρό συνήθως, οίκημα κατασκευασμένο από σανίδες, παράπηγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μπαράκα (< ιταλ. baracca) με μετάθεση τής ηχηρότητας] … Dictionary of Greek